- καπνοσακούλα
- ησακίδιο που γεμίζεται με καπνό χύμα και φέρεται από τους καπνιστές: Ποτέ δεν ξεχνάει την καπνοσακούλα του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπνοσακούλα — ἡ υφασμάτινο ή δερμάτινο σακίδιο στο οποίο τοποθετείται χύμα καπνός για πρόχειρη χρήση από τους καπνιστές … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
ταμπακιέρα — Λέγεται και τσιγαροθήκη ή σιγαροθήκη. Μικρή θήκη για τσιγάρα ή πούρα, που την έχει μαζί του ο καπνιστής ή τοποθετείται, σε μεγαλύτερο σχήμα βέβαια, στα τραπέζια σαλονιών για τη χρήση των επισκεπτών. Παλαιότερα οι επιτραπέζιες συνήθως τ. ήταν έργα … Dictionary of Greek
ταμπακοθήκη — και λόγιος τ. ταμβακοθήκη, η, Ν μικρή θήκη για την τοποθέτηση ταμπάκου, καπνοθήκη, καπνοσακούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμπάκος / ταμβάκος + θήκη] … Dictionary of Greek